греко » немецкий

Переводы „συγχώνευση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

συγχώνευσ|η <-εις> [siŋˈxɔnɛfsi] SUBST ж.

1. συγχώνευση:

συγχώνευση

2. συγχώνευση (επιχειρήσεων):

συγχώνευση
Fusion ж.
αναγκαστική συγχώνευση
συγχώνευση επιχειρήσεων
συγχώνευση μεγάλης κλίμακας

Примеры со словом συγχώνευση

αναγκαστική συγχώνευση
συγχώνευση επιχειρήσεων
συγχώνευση μεγάλης κλίμακας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский