греко » немецкий

συμπρωτεύουσα [simbrɔˈtɛvusa] SUBST ж.

I . πληρεξούσι|ος <-α, -ο> [plirɛˈksusiɔs] ПРИЛ.

II . πληρεξούσι|ος <-α, -ο> [plirɛˈksusiɔs] SUBST м./ж.

συμπληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [simbliˈrɔnɔ] VERB перех.

2. συμπληρώνω (προσθέτω: ζάχαρη κτλ):

3. συμπληρώνω (έντυπο):

συμπλήρωμα [simˈblirɔma] SUBST ср.

2. συμπλήρωμα (βιβλίου):

Nachtrag м.

3. συμπλήρωμα (φαγητού):

4. συμπλήρωμα МАТЕМ.:

Komplement ср.

συμπλήρωσ|η <-εις> [simˈblirɔsi] SUBST ж.

1. συμπλήρωση (εκείνου που έλειπε):

2. συμπλήρωση (πρόσθεση):

3. συμπλήρωση (εντύπου):

Ausfüllen ср.

συμπληρωματικά [simblirɔmatiˈka] НАРЕЧ.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский