немецко » греческий

Переводы „τραπεζικό“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

τραπεζικό κραχ ср.
τραπεζικό έμβασμα ср.
τραπεζικό σύστημα ср.
τραπεζικό καθολικό ср.
τραπεζικό ενεργητικό ср.
τραπεζικό απόρρητο ср.
греко » немецкий

Переводы „τραπεζικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

τραπεζικό χρεόγραφο
Bankpapier ср.
τραπεζικό έμβασμα
τραπεζικό κεφάλαιο
Bankkapital ср.
τραπεζικό σύστημα
Bankensystem ср.
τραπεζικό απόρρητο
τραπεζικό ομόλογο
τραπεζικό ισοζύγιο
τραπεζικό κραχ
Bankkrach м.
τραπεζικό μονοπώλιο
Bankmonopol ср.
τραπεζικό πληρεξούσιο
τραπεζικό δάνειο
Bankdarlehen ср.
τραπεζικό δάνειο
τραπεζικό σύστημα
Bankwesen ср.
τραπεζικό σύστημα
Bankensystem ср.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский