немецко » греческий

Переводы „συναλλαγές“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

διεκπεραιωθείσες συναλλαγές
ελεύθερες συναλλαγές ж. мн.
εμπορικές συναλλαγές ж. мн.
χρηματικές συναλλαγές ж. мн.
τραπεζικές συναλλαγές ж. мн.
διεθνείς συναλλαγές ж. мн.
ύποπτες συναλλαγές
τραπεζικές συναλλαγές ж. мн.
πιστωτικές συναλλαγές ж. мн.
греко » немецкий

Переводы „συναλλαγές“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

συναλλαγές ЭКОН. (γενικά)
Geschäfte ср. мн.
συναλλαγές (το εμπόριο)
Handel м. ед.
προθεσμιακές συναλλαγές ФИНАНС.
Termingeschäfte ср. мн.
χρηματικές συναλλαγές
Zahlungsverkehr м. ед.
συμψηφιστικές συναλλαγές
Abrechnungsverkehr м. ед.
εμπορικές συναλλαγές
Handel м. ед.
εμπορικές συναλλαγές
Handel м. ед.
προθεσμιακές συναλλαγές ФИНАНС.
Termingeschäfte ср. мн.
συναλλαγές ж. мн. με το εξωτερικό
Auslandsgeschäft ср. ед.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский