греко » немецкий

Переводы „συναλλαγματική“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

συναλλαγματική [sinalaɣmatiˈci] SUBST ж.

συναλλαγματική
Wechsel м.
εκδίδω μια συναλλαγματική
εμφανίζω μια συναλλαγματική για αποδοχή
εξασφαλίζω την αποδοχή για μια συναλλαγματική
προεξοφλώ μια συναλλαγματική
βραχυπρόθεσμη συναλλαγματική
εμπορική συναλλαγματική
συναλλαγματική εσωτερικού
συναλλαγματική εν λευκώ
συναλλαγματική εξωτερικού
οπισθογραφημένη συναλλαγματική
συναλλαγματική όψεως
συναλλαγματική πληρωτέα στον κομιστή
προκαταβολική συναλλαγματική
προσωρινή συναλλαγματική
Akzeptant(in) м. (ж.)
Blankoakzept ср.

Примеры со словом συναλλαγματική

συναλλαγματική ισοτιμία
συναλλαγματική συμφωνία
οπισθογραφημένη συναλλαγματική
συναλλαγματική όψεως
συναλλαγματική κερδοσκοπία
συναλλαγματική πολιτική
βραχυπρόθεσμη συναλλαγματική
εμπορική συναλλαγματική
συναλλαγματική εσωτερικού
συναλλαγματική εξωτερικού
προκαταβολική συναλλαγματική
προσωρινή συναλλαγματική
συναλλαγματική πληρωτέα στον κομιστή
εκδίδω μια συναλλαγματική
ανοιχτή συναλλαγματική θέση
προεξοφλώ μια συναλλαγματική
συναλλαγματική εν λευκώ

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский