немецко » греческий

Переводы „συναλλαγματικής“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

αποδοχή ж. συναλλαγματικής
δίκαιο ср. συναλλαγματικής
Allonge ЮРИД., ФИНАНС.
προσάρτημα ср. συναλλαγματικής
греко » немецкий

Переводы „συναλλαγματικής“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

είσπραξη συναλλαγματικής
είσπραξη συναλλαγματικής
παραγραφή συναλλαγματικής
εκδότης м. συναλλαγματικής
έξοδα ср. мн. συναλλαγματικής
προεξόφληση συναλλαγματικής
παραλήπτης συναλλαγματικής
οπισθογράφηση συναλλαγματικής
αποδοχή συναλλαγματικής
οπισθόγραφος συναλλαγματικής
αποδέκτης συναλλαγματικής ФИНАНС.
Akzeptant м.
τόκος συναλλαγματικής
ζημιά συναλλαγματικής διαφοράς
εγγύηση ж. συναλλαγματικής ισοτιμίας
αποδέκτης/αποδέκτρια м./ж. συναλλαγματικής
Akzeptant(in) м. (ж.)
αποδοχή ж. συναλλαγματικής εν λευκώ (το έγγραφο)
Blankoakzept ср.
πίστωση με αποδοχή συναλλαγματικής

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский