греко » немецкий

Переводы „αποδοτικότητα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αποδοτικότητα [apɔðɔtiˈkɔtita] SUBST ж.

1. αποδοτικότητα (αποτελεσματικότητα):

αποδοτικότητα
Effizienz ж.
αποδοτικότητα
αποδοτικότητα κεφαλαίου

2. αποδοτικότητα (ως προς το κέρδος: αποδοτική δύναμη):

αποδοτικότητα

3. αποδοτικότητα (μηχανής, εργάτη):

αποδοτικότητα

Примеры со словом αποδοτικότητα

αποδοτικότητα ж. συναλλάγματος
αποδοτικότητα ж. κεφαλαίου
αποδοτικότητα κεφαλαίου
αποδοτικότητα συναλλάγματος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский