греко » немецкий

Переводы „κεφαλαίου“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ποσοστό ср. κεφαλαίου
λογαριασμός κεφαλαίου
Kapitalkonto ср.
επαύξηση κεφαλαίου
αγορά κεφαλαίου
εκπρόσωπος κεφαλαίου
Kapitalvertreter(in) м. (ж.)
ένταση κεφαλαίου ЭКОН.
μετοχή κεφαλαίου
φόρος κεφαλαίου
εισοδήματα ср. мн. κεφαλαίου
Kapitalerträge м. мн.
ενοποίηση κεφαλαίου
επένδυση κεφαλαίου
αποδοτικότητα ж. κεφαλαίου
απώλεια ж. κεφαλαίου
ένταση ж. κεφαλαίου
σχηματισμός м. κεφαλαίου
μετατροπή κεφαλαίου
συσσώρευση κεφαλαίου
φυγή κεφαλαίου
απελευθέρωση κεφαλαίου
τζίρος κεφαλαίου

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский