греко » немецкий

αποκτηνώ|νω [apɔktiˈnɔnɔ] VERB перех.

απόκτημα [aˈpɔktima] SUBST ср.

αποκλεί|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔˈkliɔ] VERB перех.

1. αποκλείω (κλείνω έξω, κάνω ή θεωρώ αδύνατο, απαγορεύω τη συμμετοχή):

2. αποκλείω (κλείνω μέσα):

3. αποκλείω (κλείνω: δρόμο, πρόσβαση):

4. αποκλείω (κάνω μπλόκο):

5. αποκλείω (μποϊκοτάρω):

I . αποκλί|νω <-να> [apɔˈklinɔ] VERB перех. (αλλάζω την κλίση ενός πράγματος)

II . αποκλί|νω <-να> [apɔˈklinɔ] VERB неперех.

1. αποκλίνω (δείχνω ορισμένη προτίμηση):

2. αποκλίνω (εκτρέπομαι):

αποκλίνω και перенос.

απ|οκρούω <-έκρουσα, -οκρούστηκα> [apɔˈkruɔ] VERB перех.

1. αποκρούω (επίθεση):

2. αποκρούω (επιχείρημα, προσφορά):

απ|οκρύβω <-έκρυψα, -οκρύφτηκα, -οκρυμμένος> [apɔˈkrivɔ] VERB перех.

1. αποκρύβω (αισθήματα):

2. αποκρύβω (την αλήθεια):

3. αποκρύβω (αυτό που θα 'πρεπε να πω):

αποκύημα [apɔˈciima] SUBST ср.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский