греко » немецкий

Переводы „δηλώνοντας“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

τένοντας [ˈtɛnɔndas] SUBST м.

δράκοντας [ˈðrakɔndas] SUBST м.

1. δράκοντας:

Drache м.

2. δράκοντας АСТРОН.:

Drache м.

διάττοντας [ðiˈatɔndas] SUBST м.

δημογέροντας [ðimɔˈjɛrɔndas] SUBST м. ИСТ.

σμιλόδοντας [zmiˈlɔðɔndas] SUBST м.

δηλωτικ|ός <-ή, -ό> [ðilɔtiˈkɔs] ПРИЛ.

1. δηλωτικός (που φανερώνει κάτι):

2. δηλωτικός (όρος: με σαφής και έντονη σημασία):

άρχοντας (αρχόντισσα) [ˈarxɔndas, arˈxɔndisa] SUBST м./ж. (ж.)

1. άρχοντας (αξιοπρεπής κύριος, κυρία):

2. άρχοντας (καταγόμενος από διακεκριμένο γένος):

Adlige(r) mf

3. άρχοντας (εξουσιαστής):

Herrscher(in) м. (ж.)

γέροντας (γερόντισσα) [ˈjɛrɔndas, jɛˈrɔndisa] SUBST м. (ж.)

Χάροντας [ˈxarɔndas] SUBST м.

Χάροντας МИФ., АСТРОН.
Charon м.

χάροντας

χάροντας s. χάρος

Смотри также χάρος

ορίζοντας [ɔˈrizɔndas] SUBST м.

κυνόδοντας [ciˈnɔðɔndas] SUBST м.

μεσάζοντας (μεσάζουσα) [mɛˈsazɔndas, mɛˈsazusa] SUBST м./ж. (ж.)

χαυλιόδοντας [xavliˈɔðɔndas] SUBST м.

άτλαντας [ˈatlandas] SUBST м. (βιβλίο)

Άτλας [ˈatlas], Άτλαντας [ˈatlandas] SUBST м.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский