διαφάνεια [ðiaˈfania] SUBST ж.
1. διαφάνεια (ιδιότητα του γυαλιού):
3. διαφάνεια перенос. (σε κάποια διαδικασία):
-
Transparenz ж.
4. διαφάνεια ФОТО.:
-
Diapositiv ср.
-
Dia ср.
-
κουτί ср. φωτισμού διαφανειών
-
Leuchtpult ср.
-
πλαίσιο ср. διαφάνειας
-
Diarahmen м.