греко » немецкий

δοκιμαστήριο [ðɔcimasˈtiriɔ] SUBST ср.

δοκιμαστής (δοκιμάστρια) [ðɔcimasˈtis, ðɔciˈmastria] SUBST м./ж. (ж.)

1. δοκιμαστής (τροφών, ποτών):

δοκιμαστής (δοκιμάστρια)
Verkoster(in) м. (ж.)

2. δοκιμαστής ЭЛЕКТР. (εργαλείο):

δοκιμαστής (δοκιμάστρια)
Prüfer м.

δοκιμαστικό [ðɔcimastiˈkɔ] SUBST ср. ЭЛЕКТР.

δοκιμασία [ðɔcimaˈsia] SUBST ж.

4. δοκιμασία (βάσανο):

Leid ср.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский