греко » немецкий

Переводы „καταχράστρια“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

καταχραστής (καταχράστρια) [kataxrasˈtis, kataˈxrastria] SUBST м./ж. (ж.)

καταχραστής (καταχράστρια)
Veruntreuer(in) м. (ж.)

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST м., κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST ж.

καταχρηστικ|ός <-ή, -ό> [kataxristiˈkɔs] ПРИЛ. (υπερβολικός)

δράστης [ˈðrastis] SUBST м., δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST ж.

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB перех.

1. καταστρέφω (αφανίζω):

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

καταστροφή [katastrɔˈfi] SUBST ж.

Выражения:

Schäden м. мн.

κατ|αστρώνω <-άστρωσα [ή -έστρωσα], -αστρώθηκα, -αστρωμένος> [kataˈstrɔnɔ] VERB перех.

καταστρατηγ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katastratiˈɣɔ] VERB перех. (νόμο, κανονισμούς)

καταχνιά [kataˈxɲa] SUBST ж.

καταχώρισ|η <-εις> [kataˈxɔrisi] SUBST ж.

1. καταχώριση (σε κατάλογο):

2. καταχώριση (σε εφημερίδα):

Aufnahme ж.

3. καταχώριση (αγγελία):

Anzeige ж.

καταχρώμαι VERB

Статья, составленная пользователем

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский