немецко » греческий

Переводы „οικογενειακό“ в словаре немецко » греческий (Перейти к греко » немецкий)

οικογενειακό κτήμα ср.
οικογενειακό δίκαιο ср.
οικογενειακό οικόσημο ср.
οικογενειακό άσυλο ср.
οικογενειακό επίδομα ср.
οικογενειακό συμβόλαιο ср.
οικογενειακό κειμήλιο ср.
οικογενειακό επίδομα ср.
οικογενειακό εισόδημα ср.
σε φιλικό/οικογενειακό κύκλο
αυτό είναι οικογενειακό
πρόσθετο οικογενειακό επίδομα ср.
греко » немецкий

Переводы „οικογενειακό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

οικογενειακό όνομα
οικογενειακό δέντρο
οικογενειακό εισόδημα ср.
οικογενειακό εισόδημα ср.
οικογενειακό επίδομα
Kindergeld ср.
οικογενειακό οικόσημο
οικογενειακό έμβλημα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский