греко » немецкий

Переводы „διαρρηγνύω“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

δι|αρρηγνύω <-έρρηξα, -ερρήχθην, -ερρηγμένος> [ðiariˈɣniɔ] VERB перех.

1. διαρρηγνύω (έδαφος, βουνό):

διαρρηγνύω

2. διαρρηγνύω (ανοίγω βίαια, παραβιάζω χώρο):

διαρρηγνύω ένα σπίτι/γραφείο
διαρρηγνύω μια τράπεζα
διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου

Примеры со словом διαρρηγνύω

διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου
διαρρηγνύω ένα σπίτι/γραφείο
διαρρηγνύω μια τράπεζα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский