греко » немецкий

Переводы „ικτός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

άθικτ|ος [ˈaθiktɔs], άθιχτ|ος [ˈaθixtɔs] <-η, -ο> ПРИЛ.

1. άθικτος (ανέγγιχτος):

2. άθικτος (χωρίς βλάβη):

μικτός

μικτός βλ μικτός

Смотри также μ(ε)ικτός

μ(ε)ικτ|ός [mikˈtɔs], μ(ε)ιχτ|ός [mixˈtɔs] <-ή, -ό> ПРИЛ.

1. μ(ε)ικτός:

μ(ε)ικτός

2. μ(ε)ικτός (βάρος, κέρδος κτλ):

μ(ε)ικτός
brutto, Brutto-
Bruttoeinnahmen ж. мн.

άρκτος [ˈarktɔs] SUBST ж.

1. άρκτος (αρκούδα):

Bär м.

2. άρκτος (περιοχή του βόρειου πόλου):

Arktis ж.

3. άρκτος АСТРОН.:

κάκτος [ˈkaktɔs] SUBST м.

άρτος [ˈartɔs] SUBST м.

2. άρτος РЕЛИГ. (της μετάληψης):

Hostie ж.

βάτος [ˈvatɔs] SUBST м. o ж.

1. βάτος (γενικά: αγκαθερός θάμνος):

2. βάτος (με βατόμουρα):

γάτος [ˈɣatɔs] SUBST м.

εφικτ|ός <-ή, -ό> [ɛfikˈtɔs] ПРИЛ.

1. εφικτός (στόχος):

άτακτ|ος <-η, -ο> [ˈataktɔs] ПРИЛ.

1. άτακτος (που δε βρίσκεται σε τάξη):

2. άτακτος (σφυγμός):

3. άτακτος (ύπνος):

4. άτακτος (παιδί):

οικτρ|ός <-ή, -ό> [ikˈtrɔs] ПРИЛ.

φρικτός ПРИЛ.

Статья, составленная пользователем

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский