греко » немецкий

Переводы „κατασχούσα“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

κατιούσα [katiˈusa] SUBST ж.

κατασκευή [katascɛˈvi] SUBST ж.

2. κατασκευή (δρόμου, γέφυρας):

Bau м.
Baukosten мн.

3. κατασκευή (σύνολο συναρμολογήσεων, οικοδόμημα):

4. κατασκευή (δομή):

Struktur ж.

5. κατασκευή (επινόηση):

Erfindung ж.

καταστολή [katastɔˈli] SUBST ж. (κατάπνιξη, συγκράτηση)

κατασκεύασμα [kataˈscɛvazma] SUBST ср.

1. κατασκεύασμα (προϊόν):

Erzeugnis ср.

2. κατασκεύασμα (αντικείμενο):

κατασκεύασμα перенос. уничиж.
Fabrikat ср.

3. κατασκεύασμα (υπόθεση):

κατασκεύασμα перенос. уничиж.
κατασκεύασμα перенос. уничиж.

κατασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katascɛˈvazɔ] VERB перех.

1. κατασκευάζω (φτιάχνω):

2. κατασκευάζω (επινοώ):

κατάστασ|η <-εις> [kaˈtastasi] SUBST ж.

3. κατάσταση (μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο):

Status м.

I . κατ|ατάσσω <-άταξα [ή -έταξα], -ατάχτηκα, -αταγμένος> [kataˈtasɔ] VERB перех.

1. κατατάσσω (ταξινομώ):

2. κατατάσσω (περιλαμβάνω, εντάσσω):

II . κατατάσσομαι VERB возвр. гл. ВОЕН.

κατασβή|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataˈzvinɔ] VERB перех.

1. κατασβήνω (φωτιά, δίψα):

2. κατασβήνω (περιέργεια):

3. κατασβήνω (καταπνίγω: εξέγερση):

κατάσβεσ|η <-εις> [kaˈtazvɛsi] SUBST ж.

κατασφά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataˈsfazɔ] VERB перех.

κατάσκοπος [kaˈtaskɔpɔs] SUBST mf

κατ|αστέλλω <-άστειλα [ή -έστειλα], -αστάλθηκα, -ασταλμένος> [kataˈstɛlɔ] VERB перех.

1. καταστέλλω (εμποδίζω):

2. καταστέλλω (καταπνίγω):

3. καταστέλλω (συγκρατώ κάτι καλό, κάποια εξέλιξη):

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB перех.

1. καταστρέφω (αφανίζω):

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

κατ|αστρώνω <-άστρωσα [ή -έστρωσα], -αστρώθηκα, -αστρωμένος> [kataˈstrɔnɔ] VERB перех.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский